- λιπαροκρήδεμνος
- λιπαρο - κρήδεμνος: with shining head-band, Il. 18.382†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
λιπαροκρήδεμνος — λιπαροκρήδεμνος, ον (Α) αυτός που φορά λαμπρό κεφαλόδεσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπρός» + κρήδεμνον] … Dictionary of Greek
λιπαροκρήδεμνος — with bright headband masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαροκρήδεμνον — λιπαροκρήδεμνος with bright headband masc/fem acc sg λιπαροκρήδεμνος with bright headband neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαροκρηδέμνου — λιπαροκρήδεμνος with bright headband masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαροκρήδεμνοι — λιπαροκρήδεμνος with bright headband masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… … Dictionary of Greek